Προσαρμογή των παιδιών μετά το διαζύγιο


Είτε τα ζευγάρια χωρίζουν, είτε μένουν μαζί, αυτό που προκαλεί τις αρνητικές συνέπειες – δυσκολίες στα παιδιά είναι οι συγκρούσεις και η ποιότητα των σχέσεων.
Ο κάθε γονιός θα πρέπει να διατηρεί μια σταθερή, ζεστή, στοργική σχέση με το παιδί, με γνήσια συναισθήματα και με μια στάση ειλικρίνειας απέναντι του. Ο κάθε ένας ανεξάρτητα από τα προσωπικά συναισθήματα που μπορεί να νοιώθει για τον άλλον σύντροφο (θλίψη, προδοσία, θυμό, οργή κλπ) θα πρέπει να ενισχύει τη σχέση του παιδιού με τον άλλο γονέα. Θα πρέπει τα αισθήματα που νιώθει να μην παρεισφρέουν και να μην παρεμποδίζουν τη σχέση του παιδιού με τον άλλον γονέα.
Πως μπορούν οι γονείς να βοηθήσουν το παιδί να προσαρμοστεί καλύτερα στο διαζύγιο:
  • Να ενθαρρύνουν τις ερωτήσεις, να ακούν τις απορίες και τα σχόλια του παιδιού. Να δίνουν εξηγήσεις όπου χρειάζεται.
  • Να ενθαρρύνουν την έκφραση των συναισθημάτων του ακόμη και αν αυτά είναι δυσάρεστα. Να τα ανακουφίζουν και να τα καθησυχάζουν.
  •  Να δημιουργήσουν νέες ιεροτελεστίες και οικογενειακές «παραδόσεις».
  •  Να διατηρήσουν την επαφή του παιδιού με συγγενείς του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια – φεύγει από το σπίτι (παππούς, γιαγιά, ξαδέρφια)
  •  Να διατηρούν το πρόγραμμα, τη καθημερινότητα, τη ρουτίνα.
  •   Να παραμείνουν σταθεροί σε θέματα πειθαρχίας και διατήρησης ορίων.
  •   Να μην κατηγορούν ο ένας τον άλλον και να μην τοποθετούν το παιδί στη μέση.
  •   Να δίνεται χρόνος για την προσαρμογή όλων. Γονείς και παιδί χρειάζονται χρόνο για να θρηνήσουν για την απώλεια και στη συνέχεια να συνεχίσουν με νέες δυνάμεις.
  •  Να βεβαιώσουν το παιδί για την ασφάλεια του και τη δυνατότητά του να επικοινωνεί και με τους δύο γονείς.
Ο καθοριστικός παράγοντας για τη πρόκληση ψυχολογικής επιβάρυνσης είναι η ύπαρξη σοβαρών και συνεχών συγκρούσεων στην οικογένεια, καθώς η προσαρμογή των παιδιών και η ύπαρξη προβληματικής συμπεριφοράς δεν συνδέονται αποκλειστικά ή κυρίως με το χωρισμό των γονέων αλλά κυρίως με την ύπαρξη διαπληκτισμών μεταξύ των γονέων είτε αυτοί χωρίζουν είτε μένουν μαζί αλλά και είτε εάν συνεχίζουν τους διαπληκτισμούς και μετά το χωρισμό.
Τα ερευνητικά δεδομένα παρουσιάζουν αντικρουόμενες απόψεις για τις βραχυπρόθεσμες αλλά και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες του διαζυγίου στα παιδιά καθώς οι έρευνες αυτές αντιμετωπίζουν αρκετά μεθοδολογικά προβλήματα. Επομένως δύσκολα θα απαντηθεί το κλασικό ερώτημα των γονέων: Είναι καλύτερα για το παιδί να χωρίζουν οι γονείς του όταν δεν είναι ευτυχισμένοι ή να παραμείνουν μαζί για να μη διαταράξουν την πορεία της ανάπτυξής τους. Όπως αναφέρουν οι Pam και Pearson (1998) είναι αδύνατο να σχεδιαστεί ένα πείραμα στο οποίο το ίδιο παιδί θα τοποθετούνταν και στις δύο συνθήκες ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Παρόλα αυτά μπορούν να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα:
  • Υπάρχουν συνέπειες στο παιδί, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές, λόγω του διαζυγίου των γονέων.
  • Τα τελευταία χρόνια η αποστιγματοποίηση του διαζυγίου συμβάλλει αισθητά στη μείωση των επιπτώσεων.
  • Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το γεγονός του διαζυγίου αποτελεί παράγοντα ενεργοποίησης και εξέλιξης του παιδιού. 
Αυτό που θα πρέπει να θυμάται κάθε γονιός είναι ότι ποτέ δεν παύει να είναι γονιός. Είτε συνεχίζει να είναι στη σχέση με το/τη σύζυγο είτε όχι, θα είναι πάντα ο πατέρας ή η μητέρα του παιδιού με ότι αυτό συνεπάγεται ως προς τις ευθύνες, τις υποχρεώσεις αλλά και την επένδυση στη συναισθηματική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο γονιό και στο παιδί.

Πηγές:
Γεωργουλέας, Γ. και άλλοι (2011). Ανθρώπινη Ανάπτυξη & Οικογένεια. Αθήνα. Πεδίο
Λουμάκου, Μ & Μπρουσκέλη, Β. (2010). Παιδί και Γεγονότα Ζωής. Αθήνα
Pam, A. & Pearson, J. (1998). Splitting up. Enmeshment and Estrangement in the Process of Divorce. New York: The Guilford Press
Sclafani, J. D. (2004). The educated parent. Recent trends in raising children. Westport, CT: Praeger


Σχόλια